εὐωχητής

εὐωχητής
εὐωχ-ητής, οῦ, ,
A a reveller, guest, Sch.rec.A.Pr.1022.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευωχητής — εὐωχητής, ὁ (Α) [ευωχούμαι] συνευωχούμενος, συνδαιτυμόνας, συμπότης …   Dictionary of Greek

  • εὐωχητής — a reveller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχηταί — εὐωχητής a reveller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευωχητήριον — εὐωχητήριον, τὸ (Μ) [ευωχητής] τόπος ευωχίας, αίθουσα συμποσίου …   Dictionary of Greek

  • ευωχητικός — εὐωχητικός, ή, όν (Α) [ευωχητής] αυτός που αναφέρεται σε ευωχία, σε συμπόσιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”